Φυγή σαν μυθιστόρημα (photos)

Φυγή σαν μυθιστόρημα (photos)

Mόνο από την αφήγηση μιας γυναίκας που εγκατέλειψε τη χώρα της με τα δυο της παιδιά στην αγκαλιά και ένα στη κοιλιά, με ελάχιστα ρούχα και χρήματα μπορούμε ίσως να πάρουμε μια γεύση του δράματος που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι και έφτασαν να συνωστίζονται στη χώρα μας, ψάχνοντας ένα τρόπο να φτάσουν σε συγγενείς τους στην βόρεια Ευρώπη. Ψάχνοντας ένα τρόπο να ξεφύγουν από τη κόλαση του χειρότερου είδους πολέμου, του εμφύλιου που μαστίζει την κάποτε πανέμορφη πατρίδα τους τη Συρία.

Η Aysha περιγράφει την περιπέτειά της στην Corinne Redfern του Marie Clarie σε μια ανθρώπινη και πολύ κατατοπιστική συνέντευξη, η οποία θυμίζει μυθιστόρημα ή μάλλον περισσότερο χολιγουντιανή ταινία δράσης. Η Corinne Redfern ταξίδεψε μαζί της από την Ελλάδα στην Γερμανία και κατέγραψε το δεύτερο σκέλος της διαδρομής της.

«Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι τον εαυτό μου ως πρόσφυγα. Ζούσα σε ένα πανέμορφο μέρος στο Χαλέπι και πέρασα 20 χρόνια απ’ τη ζωή μου σπουδάζοντας. Στη συνέχεια ταξίδεψα στη χώρα εργαζόμενη ως πολιτική μηχανικός για την κυβέρνηση. Στα 34 μου γνώρισα τον άντρα μου ο οποίος είναι γιατρός. Μου ζήτησε αμέσως να τον παντρευτώ».

«Από τότε ήμασταν αχώριστοι. Το σπίτι μας ήταν παλιό αλλά όμορφο, με τεράστια ψηλά ταβάνια, λευκούς τοίχους και δάπεδο με πλακάκια. Το πρωί δουλεύαμε και το βραδύ τρώγαμε μαζί με φίλους έξω, ακούγοντας μουσική».

Οταν άρχισαν τα πράγματα να αλλάζουν στην χώρα, η Aysha δεν τρόμαξε, δεν πίστευε πως αυτό που γινόταν γύρω της θα την επηρέαζε. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, ο πόλεμος των ανταρτών και των δυνάμεων του Μπασάρ αλ Ασάντ κλιμακώθηκε. Βόμβες άρχισαν να πέφτουν, ο ένας επιτίθεντο στον άλλον και μέσα σε όλα αυτά το ISIS προσπαθούσε να καταλάβει την χώρα.

«Δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, ούτε ηλεκτρικό. Κανόνες άρχισαν να εφαρμόζονται σε ορισμένες περιοχές, απαγορεύοντας μας να παίρνουμε φωτογραφίες από τα κινητά μας, να χρησιμοποιούμε αμερικανικά προϊόντα και να κυκλοφορούμε έξω το βράδυ. Αν δεν τηρούσες τους κανόνες, εξαφανιζόσουν».

«Όταν γέννησα την πρώτη μου κόρη την Sham, η οικογένειά μου δεν μπορούσε να διασχίσει τη χώρα για να έρθει να με δει για πάνω από έναν χρόνο».

«Ήμουν έγκυος λίγων μηνών, στη δεύτερή μου κόρη την Bisan, όταν άρχισαν να βομβαρδίζουν τον δρόμο που ζούσαμε. Με την Sham στην αγκαλιά, άρπαξα μια τσάντα με το διαβατήριό μου μέσα και έτρεξα», δηλώνει.

Η Aysha νοίκιασε ένα άλλο σπίτι, υποτίθεται ασφαλέστερο, σε άλλο μέρος της πόλης. Το φαγητό όσο περνούσε ο καιρός λιγόστευε, με την οικογένειά της να τρέφεται πλέον μόνο με ξηρό ρύζι, ωστόσο, την νεαρή γυναίκα δεν την ένοιαζε, οι ανησυχίες της ήταν άλλες. Τον Απρίλιο του 2015, η Aysha έμεινε έγκυος στο τρίτο της παιδί. Τότε αποφάσισε πως έπρεπε να φύγουν.

«Δεν σκόπευα να κάνω άλλο παιδί. Στην αρχή ήθελα να το ”ρίξω”. Καλύτερα αυτό, παρά να μεγαλώνει σε μια χώρα γεμάτη φόβο. Η Sham και η Bisan ήταν 2 και 3 ετών, αντίστοιχα, και δεν έπαιζαν ποτέ έξω. Δεν μπορούσαν να πάνε στο νηπιαγωγείο, και μπορεί να μην πήγαιναν ούτε σχολείο».

«Ο σύζυγός μου ως γιατρός δεν ήθελε να έρθει μαζί μας, αισθανόταν την ανάγκη να είναι εκεί. Για πέντε μήνες διαφωνούσαμε κάθε μέρα, αλλά στο τέλος μας άφησε να φύγουμε».

«Νομίζετε πως χρειάζονται βαλίτσες για να μετακινηθείτε στον κόσμο, αλλά δεν είναι έτσι. Όταν έρχεται η στιγμή, το μόνο που χρειάζεστε είναι ο εαυτός σας. Αν έχετε οικονομίες, οι άνθρωποι σας μεταφέρουν οπουδήποτε, ακόμα και πέρα από τα σύνορα».

Πιστοποιητικά γέννησης, το πτυχίο της, στοιβάζονται σε μια τσάντα με φάρμακα και μερικά ρούχα για τις κόρες της. Μπορεί να είναι μουσουλμάνα αλλά νικάμπ δεν είχε φορέσει μέχρι τότε, την φόρεσε, ωστόσο, για να μην τραβάει την προσοχή. Με το διαβατήριο στερεωμένο με μεμβράνη στην κοιλιά της ξεκίνησε το ταξίδι της. Νωρίς το πρωί, με τα μάτια μουσκεμένα από το κλάμα, είπε αντίο στον άνδρα της και άρχισαν να περπατούν έξω από την πόλη. Κουβαλούσε την Bisan και κρατούσε τη Sham από το χέρι.

«Τη νύχτα, οι λαθρέμποροι μας έδειξαν ένα δωμάτιο με περίπου άλλους 20 ανθρώπους. Το άλλο πρωί αρχίσαμε την μεγάλη πορεία με τα πόδια για τα σύνορα. Όταν πλησιάσαμε στην Τουρκία, πληρώσαμε ένα οδηγό για να μας περάσει στα σύνορα. Περάσαμε 4 ώρες κρυμμένοι στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, και στη συνέχεια πήραμε ένα λεωφορείο και ταξιδέψαμε 14 ώρες για την Σμύρνη. Φτάσαμε στις 02:00, βρήκαμε ένα ξενοδοχείο και κρυβόμασταν εκεί τρεις μέρες. Δεν εγκαταλείψαμε το δωμάτιο, για κανέναν λόγο, ούτε καν για φαγητό και καθαρό αέρα. Δεν θέλαμε να μας πιάσουν και να μας στείλουν πίσω».

Για τις τρεις τους χρειάστηκαν κάτι λιγότερο από 2.000 ευρώ για να μπουν στο πίσω μέρος ενός φορτηγού προς άγνωστο προορισμό, μαζί με άλλα 30 άτομα. Όταν τους φώναξαν να βγούν, τους είπαν πως έπρεπε να περπατήσουν για ώρες μέσα από ένα δάσος. Νωρίς το πρωί, σταμάτησαν σε ένα ξέφωτο.

«Όπου και να κοίταζες είχε σκουπίδια, άδεια μπουκάλια, μεταλλικά κουτιά, περιτυλίγματα και αποφάγια. Μας έβαλαν να κάτσουμε και να περιμένουμε. Ο ήλιος ήταν ζεστός και χτυπούσε τα πρόσωπά μας. Είχα μόνο ένα μπουκάλι νερό και φοβόμουν μήπως δεν μας φτάσει. Αρκέστηκα στο να βρέξω λίγο τα χείλη των μικρών, παρά το κλάμα τους».

Το βράδυ τους έβαλαν μέσα σε ένα σκάφος, όπου ήταν 50 άτομα στριμωγμένα, βρεγμένα, ανίκανα να κουνήσουν τα χέρια και τα πόδια τους.

«Η λέμβος πήγαινε πάνω-κάτω και λίγο ήθελε για να ανατραπεί και να βρεθούμε όλοι στη θάλασσα. Ένιωθα ναυτία, αλλά κρατούσα τη Sham και την Bisan στο κατάστρωμα. Όταν φτάσαμε στην βόρεια ακτή της Λέσβου στην Ελλάδα, δεν μπορούσα να μιλήσω. Έσφιξα τις κόρες μου και ξέσπασα σε λυγμούς».

«Το βράδυ στο Καρά-Τεπέ, χρησιμοποιήσαμε το φως από το κινητό τηλέφωνο, για να περάσουμε μέσα από τις σκηνές. Κάποιος είχε γράψει μια προσευχή στα αραβικά με ένα μαρκαδόρο. Τα ρούχα μας ήταν βρεγμένα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα για να αλλάξουμε. Η Sham και η Bisan κοιμόντουσαν, αλλά εγώ καθόμουν για ώρες μέσα στο σκοτάδι τρέμοντας».

Το πρωί το στρατόπεδο ήταν γεμάτο. Περίπου 2.000 άνθρωποι είχαν φτάσει μέσα στη νύχτα. Η νεαρή μητέρα δεν ήξερε σε ποιον να μιλήσει και έτσι κάθισε στη σκηνή. Από τα ηχεία τους είπαν να σχηματίσουν ουρά και να προχωρήσουν σε εγγραφή. Μετά την έγγραφή, η Aysha έκανε κράτηση εισιτηρίων για να ταξιδέψει στην Καβάλα. Για εννέα ώρες, καθόντουσαν σε ένα πλοίο, με Έλληνες άνδρες, όπως λέει, «να τις κοιτούν και να μουρμουρίζουν μέσα από τα δόντια τους».

Μετά τρένο και πάλι τρένο και μετά λεωφορείο και πάλι λεωφορείο. Από την Θεσσαλονίκη στην Ειδομένη, από εκεί στην Γευγελή, μετά στο Βελιγράδι μετά στην Kanjiža της Σερβίας, στο Röszke της Ουγγαρίας και από εκεί στο Nickelsdorf της Αυστρίας.

«Στην Σερβία η μαφία ήταν παντού, προσπαθώντας να βγάλει χρήματα από την προσπάθειά μας. Στην Ουγγαρία, ήμασταν τυχεροί, τα σύνορα δεν είχαν κλείσει, ωστόσο, περάσαμε 2 ώρες κλειδωμένοι μέσα σε ένα σταθμευμένο τρένο. Μέχρι τη στιγμή, που φτάσαμε στη Βιέννη, είχα κοιμηθεί μόλις 3 ώρες. Η πλάτη μου πονούσε και αισθανόμουν τον ιδρώτα και τη σκόνη. Ήμασταν στην ουρά για 6 ώρες, μέχρι να αγοράσουμε εισιτήρια για το Μόναχο. Η Bisan φώναζε, ενώ η Sham καθόταν σιωπηλά στα χέρια ενός ξένου. Εκείνο το βράδυ, βρήκα ένα διαμέρισμα. Έστειλα μήνυμα στον άνδρα μου και έπεσα για ύπνο, βάζοντας στη μύτη μου ένα μπουκάλι με δικό του after shave που είχα μαζί μου».

Την επόμενη ημέρα, πήραν το τρένο και ταξίδεψαν μέσα στα καταπράσινα λιβάδια μέχρι το Σάλτσμπουργκ. Εκεί, όμως, το τρένο σταμάτησε, με τους αστυνομικούς να φωνάζουν να αποβιβαστούν όσοι δεν ήταν από χώρα-κράτος μέλος της ΕΕ. Ένας Άραβας ταξιτζής τους είπε πως να πάνε με τα πόδια στη Γερμανία και αυτό έκαναν. Πήραν ένα λεωφορείο και σταμάτησαν σε ένα χωριό κοντά στα σύνορα και έπειτα διέσχισαν με τα πόδια τα βουνά.

Όταν η Aysha είδε την ταμπέλα «Ομοσπονδιακή Δημοκρατίας της Γερμανίας» τα πόδια της λύγισαν. Μπορεί να έφτασαν στον προορισμό τους, αλλά το μακρύ ταξίδι δεν τελείωσε. Η αστυνομία έφτασε μέσα σε λίγη ώρα και τους είπε πως έχουν περάσει στη χώρα παράνομα. Κάπως έτσι οδηγήθηκαν σε ένα αστυνομικό τμήμα κοντά στο Freilassing.

Για τρεις ώρες, με την βοήθεια μεταφραστή, οι αρχές τους έκαναν ερωτήσεις «για το εάν είχαν γνωστό στην Γερμανία», «για το εάν πλήρωσαν κάποιον για τη μεταφορά τους» και «για το πού θα ήθελαν να μεταβούν».

Στη συνέχεια, τους είπαν πως αν ήθελαν να πάνε στο σταθμό του τρένου θα έπρεπε να πληρώσουν περίπου 64 ευρώ. Αφού τους φόρεσαν βραχιολάκια, ξεκίνησαν το ταξίδι και μετά από ώρες έφτασαν στο Μόναχο.

«Δεν ήξερα τι να περιμένω, φτάνοντας στο Μόναχο. Ήταν απλά ένας ασφαλής προορισμός, μέχρι να επιστρέψουμε στην Συρία, όταν τελειώσει ο πόλεμος. Όλοι θέλουμε να πάμε πίσω», υποστηρίζει η Aysha.

Το πρώτο τους βράδυ το πέρασαν σε ένα παγκάκι και την επόμενη μέρα βρέθηκαν σε ένα στρατόπεδο.

«Το διαβατήριό μου κατασχέθηκε και κανείς δεν μου είπε πότε θα το πάρω πίσω. Έκανε κρύο, όλοι εδώ ήταν άρρωστοι και δεν υπήρχε κανένα φάρμακο. Φοβάμαι πως θα με ξεχάσουν και μερικές φορές νιώθω μοναξιά, μου είναι δύσκολο να μην κλαίω», αναφέρει και καταλήγει:

«Ξέρω ότι είμαστε ασφαλείς και τυχεροί. Αυτό σημαίνει τα πάντα. Το να είμαστε, όμως, στην Ευρώπη δεν σημαίνει και το τέλος των προβλημάτων μας. Η άφιξη στην Ευρώπη ήταν μόνο η αρχή».

Πηγή: iefimerida.gr/Marie Claire

aysha-boat

aysha-babies

aysha-crying

aysha-railroad

aysha-vienna

AYSHA-FINAL

Comments

comments

Posts Carousel

Latest Posts

Featured Videos

Categories

Comments

comments