Γιατί ο νόμος Γαβρόγλου για την πλήρη διάλυση των ΑΕΙ, δεν πρέπει να περάσει.

Γιατί ο νόμος Γαβρόγλου για την πλήρη διάλυση των ΑΕΙ, δεν πρέπει να περάσει.

Η οπισθοδρόμηση στη δεκαετία του 1980. Άρθρο παρέμβαση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

«Στην πραγματικότητα», διαπιστώνει ο κ. Μητσοτάκης ότι «η Κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να ενισχύσει την κομματικοποίηση στα πανεπιστήμια επαναφέροντας τη συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα διοίκησης. Και μάλιστα με εκπροσώπους που δεν θα εκλέγονται από καθολική ψηφοφορία αλλά θα υποδεικνύονται από τις φοιτητικές παρατάξεις»

Κάλεσμα συστράτευσης σε όλους για να μην περάσει ο νόμος της Κυβέρνησης για τα Α.Ε.Ι. που γυρίζει «την ανώτατη παιδεία μας πολλά χρόνια πίσω», ιδιαίτερα στη σκοτεινή περίοδο του πρώτου ΠΑΣΟΚ απευθύνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με άρθρο του που δημοσιεύεται στην «Καθημερινή της Κυριακής».

Αναλύοντας το σχέδιο νόμου της Κυβέρνησης για την Ανώτατη Εκπαίδευση, ο κ. Μητσοτάκης υπογραμμίζει ότι «αποτελεί δυστυχώς ένα μεγάλο στραβοπάτημα προς τα πίσω. Τραυματίζει βαθιά το αυτοδιοίκητο των Ιδρυμάτων. Ενισχύει το συγκεντρωτισμό και τη γραφειοκρατία. Καταργούνται θεσμοί που συνέβαλαν στη λογοδοσία και τη διαφάνεια, όπως τα Συμβούλια Ιδρυμάτων, που είχαν την αποδοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Ακόμη χειρότερα: η πρόταση της Κυβέρνησης καταργεί την αξιολόγηση, υποβαθμίζοντας το ρόλο της ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας, κόντρα σε όσα συμβαίνουν διεθνώς. Ο νόμος που φέρνει η Κυβέρνηση για τα Α.Ε.Ι. υποβαθμίζει τα μεταπτυχιακά προγράμματα, τα οποία αντιμετωπίζει ισοπεδωτικά, με στρεβλές προτεραιότητες και με διατάξεις που λειτουργούν ως αντικίνητρα στην ανάπτυξη υψηλής στάθμης σπουδών».

«Στην πραγματικότητα», διαπιστώνει ο κ. Μητσοτάκης ότι «η Κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να ενισχύσει την κομματικοποίηση στα πανεπιστήμια επαναφέροντας τη συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα διοίκησης. Και μάλιστα με εκπροσώπους που δεν θα εκλέγονται από καθολική ψηφοφορία αλλά θα υποδεικνύονται από τις φοιτητικές παρατάξεις. Την ίδια ώρα, “κατοχυρώνεται” και προστατεύεται η ανομία στους πανεπιστημιακούς χώρους, καθώς επιστρέφει μια απολύτως παρωχημένη αντίληψη για το ακαδημαϊκό άσυλο. Όλα αυτά ενώ απουσιάζει κάθε προσπάθεια για να ενισχυθεί η εξωστρέφεια των ιδρυμάτων μας πριμοδοτώντας την έρευνα, αναζητώντας ιδιωτικές δωρεές, ή διευκολύνοντας την προσέλκυση ξένων φοιτητών».

Ο κ. Μητσοτάκης στο άρθρο του ξεκαθαρίζει ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη από σύγχρονα και αυτόνομα πανεπιστήμια «που να υπηρετούν την ανοιχτή κοινωνία που οραματιζόμαστε» και προσθέτει: «Τα τείχη που κάποιοι επείγονται να χτίσουν, εμείς θα τα γκρεμίσουμε για να δώσουμε πίσω τα πανεπιστήμια στους φοιτητές και τους καθηγητές. Όχι στους φοιτητοπατέρες και στις συντεχνίες που τα νέμονται εδώ και δεκαετίες».

Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας υπογραμμίζει ότι η ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα έχει τρία «οφθαλμοφανή προβλήματα» και συνεχίζει: «Πρόβλημα πρώτο, η περιορισμένη χρηματοδότηση, κάτι που δεν συναρτάται μόνο με την κρατική επιχορήγηση, αλλά και με τη δυνατότητα των πανεπιστημίων να βρίσκουν οικονομικούς πόρους. Πρόβλημα δεύτερο, η κακή κατάσταση των υποδομών αλλά και των συνθηκών λειτουργίας των κτιριακών συγκροτημάτων των ελληνικών πανεπιστημίων. Πρόβλημα τρίτο, το ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας των Α.Ε.Ι. που συχνά φτάνει μέχρι το σημείο ουσιαστικής της κατάργησης της αυτονομίας και αυτοτέλειάς τους».

Επιπλέον, ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης εκφράζει την πεποίθησή του ότι για το πρώτο πρόβλημα η λύση είναι «να ψάξουμε πόρους από την αγορά, αλλά και από την αξιοποίηση της περιουσίας των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Είναι σημαντικό να συνδεθούν τα Α.Ε.Ι. με την παραγωγή, κάτι που θα βοηθήσει και τους φοιτητές να έρθουν σε επαφή με την πραγματική οικονομία».

«Εξίσου κρίσιμη», αναφέρει ο κ. Μητσοτάκης «είναι η υλοποίηση προγραμμάτων που να φέρουν φοιτητές και έσοδα από το εξωτερικό, όπως, παραδείγματος χάριν, τα ξενόγλωσσα εκπαιδευτικά προγράμματα και τα καλοκαιρινά τμήμα σπουδών».

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο πρόβλημα, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας γράφει ότι «δεν μπορούμε άμεσα να οικοδομήσουμε καινούργιες εγκαταστάσεις, αλλά μπορούμε άμεσα να κάνουμε τις υπάρχουσες να λειτουργούν καλύτερα. Με περισσότερη τάξη, καθαριότητα, και φυσικά μεγαλύτερη ασφάλεια για όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Με εσωτερικούς κανονισμούς που θα γίνονται σεβαστοί. Και με σεβασμό στο πανεπιστημιακό άσυλο ως θεσμό κατοχύρωσης της ελεύθερης έκφρασης και όχι ως εργαλείο συγκάλυψης έκνομων συμπεριφορών».

Όσο για το τρίτο πρόβλημα, τονίζει ότι «μπορούμε να κάνουμε πολλά» και συμπληρώνει: «Μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο λειτουργίας των Πανεπιστημίων στη χώρα μας. Μπορούμε να αποβάλλουμε τον κρατισμό και τις ιδεοληψίες του χθες ώστε να δώσουμε χώρο στην ελευθερία σκέψης, στην αξιοκρατία, στην εξωστρέφεια, στην αυτονομία και στην αυτοτέλεια».

Ο κ. Μητσοτάκης κατηγορεί την σημερινή Κυβέρνηση ότι «πάει εντελώς ανάποδα. Σε δυόμισι χρόνια έχουν αλλάξει τρεις υπουργοί Παιδείας, ο καθένας με τα δικά του σχέδια που ακύρωναν αυτά των προηγούμενων. Όλοι όμως με την ίδια διχαστική λογική και με έναν στείρο κομματισμό ως σημαία. Που αντί να κοιτάζει μπροστά τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής, γυρίζει τα Πανεπιστήμια πίσω, σε ιδεοληπτικές αγκυλώσεις που τις έχει ξεπεράσει και η πολιτική και η κοινωνία και, τελικά, η ίδια η ζωή».

Στα αμφιθέατρα και στις αίθουσες διδασκαλίας των ελληνικών πανεπιστημίων είναι πολλοί οι καθηγητές που ξεχωρίζουν με την παρουσία και το ακαδημαϊκό τους έργο. Είναι επίσης περισσότεροι οι φοιτητές που διακρίνονται, σε ένα περιβάλλον που συχνά δεν ευνοεί τη γνώση και την έρευνα. Γιατί λοιπόν η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας δεν είναι στο επίπεδο που η ποιότητα καθηγητών και φοιτητών μας επιτρέπει; Ακόμη περισσότερο: Γιατί η ανώτατη εκπαίδευση δεν έχει γίνει εργαλείο ανάπτυξης όπως θα μπορούσε και θα έπρεπε;

Ξεχωρίζουν τρία οφθαλμοφανή προβλήματα: Πρόβλημα πρώτο, η περιορισμένη χρηματοδότηση, κάτι που δεν συναρτάται μόνο με την κρατική επιχορήγηση, αλλά και με τη δυνατότητα των πανεπιστημίων να βρίσκουν οικονομικούς πόρους. Πρόβλημα δεύτερο, η κακή κατάσταση των υποδομών αλλά και των συνθηκών λειτουργίας των κτιριακών συγκροτημάτων των ελληνικών πανεπιστημίων. Πρόβλημα τρίτο, το ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ που συχνά φτάνει μέχρι το σημείο ουσιαστικής κατάργησης της αυτονομίας και αυτοτέλειάς τους.

ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΕΙΖΟΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Για το πρώτο πρόβλημα η λύση είναι προφανής: η οικονομική κατάσταση της χώρας μάς υποχρεώνει να ψάξουμε πόρους από την αγορά, αλλά και από την αξιοποίηση της περιουσίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Είναι σημαντικό να συνδεθούν τα ΑΕΙ με την παραγωγή, κάτι που θα βοηθήσει και τους φοιτητές να έρθουν σε επαφή με την πραγματική οικονομία. Εξίσου κρίσιμη είναι η υλοποίηση προγραμμάτων που θα φέρουν φοιτητές και έσοδα από το εξωτερικό, όπως, π.χ., τα ξενόγλωσσα εκπαιδευτικά προγράμματα και τα καλοκαιρινά τμήματα σπουδών. Τα πανεπιστήμια έχουν μεγάλη ακίνητη περιουσία, την οποία πρέπει να εκμεταλλευτούν. Το παράδειγμα του Πολυτεχνείου Κρήτης δείχνει τον δρόμο αλλά αναδεικνύει ταυτόχρονα και τις απίστευτες αγκυλώσεις που τέτοιες προσπάθειες πρέπει να ξεπεράσουν.

Σε ό,τι αφορά στο δεύτερο πρόβλημα, δεν μπορούμε άμεσα να οικοδομήσουμε καινούργιες εγκαταστάσεις, αλλά μπορούμε άμεσα να κάνουμε τις υπάρχουσες να λειτουργούν καλύτερα. Με περισσότερη τάξη, καθαριότητα, και φυσικά μεγαλύτερη ασφάλεια για όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Με εσωτερικούς κανονισμούς που θα γίνονται σεβαστοί. Και με σεβασμό στο πανεπιστημιακό άσυλο ως θεσμό κατοχύρωσης της ελεύθερης έκφρασης, όχι ως εργαλείο συγκάλυψης έκνομων συμπεριφορών.

Ωστόσο, για το τρίτο πρόβλημα μπορούμε να κάνουμε πολλά. Μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο λειτουργίας των πανεπιστημίων στη χώρα μας. Μπορούμε να αποβάλουμε τον κρατισμό και τις ιδεοληψίες τού χθες, ώστε να δώσουμε χώρο στην ελευθερία σκέψης, στην αξιοκρατία, στην εξωστρέφεια, στην αυτονομία και στην αυτοτέλεια.

Η σημερινή κυβέρνηση κινείται εντελώς ανάποδα. Σε δυόμισι χρόνια έχουν αλλάξει τρεις υπουργοί Παιδείας, ο καθένας με τα δικά του σχέδια που ακύρωναν αυτά των προηγούμενων. Ολοι όμως εμφορούνταν από την ίδια διχαστική λογική και είχαν έναν στείρο κομματισμό ως σημαία. Που αντί να κοιτάζει μπροστά τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής, γυρίζει τα πανεπιστήμια πίσω, σε ιδεοληπτικές αγκυλώσεις που τις έχουν ξεπεράσει και η πολιτική και η κοινωνία και, τελικά, η ίδια η ζωή.

Το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για την ανώτατη εκπαίδευση αντανακλά αυτήν ακριβώς την αντίληψη. Αποτελεί, δυστυχώς, ένα μεγάλο στραβοπάτημα προς τα πίσω. Τραυματίζει βαθιά το αυτοδιοίκητο των ιδρυμάτων. Ενισχύει τον συγκεντρωτισμό και τη γραφειοκρατία. Χαρακτηρίζεται από μια διάθεση υπερ-ρύθμισης των πάντων, που τελικά καταστρατηγεί κάθε έννοια αυτοτέλειας.

Καταργούνται θεσμοί που συνέβαλαν στη λογοδοσία και τη διαφάνεια, όπως τα Συμβούλια Ιδρυμάτων, που είχαν την αποδοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας. Αυτοί αντικαθίστανται με ένα θολό οργανωσιακό πλέγμα, τα Περιφερειακά Συμβούλια, που αιχμαλωτίζει τη λειτουργία των ιδρυμάτων σε ένα εντελώς ασαφές και προβληματικό πλαίσιο. Ακόμη χειρότερα: η πρόταση της κυβέρνησης καταργεί την αξιολόγηση, υποβαθμίζοντας τον ρόλο της ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας, κόντρα σε όσα συμβαίνουν διεθνώς.

Ο νόμος που φέρνει η κυβέρνηση για τα ΑΕΙ υποβαθμίζει τα μεταπτυχιακά προγράμματα, τα οποία αντιμετωπίζει ισοπεδωτικά, με στρεβλές προτεραιότητες και με διατάξεις που λειτουργούν ως αντικίνητρα στην ανάπτυξη υψηλής στάθμης σπουδών. Η λειτουργία των μεταπτυχιακών δεν μπορεί να ρυθμίζεται από το κράτος σε κάθε λεπτομέρεια. Η πολιτεία, όπως και τα ιδρύματα, πρέπει να μεριμνούν για την ισότιμη πρόσβαση των οικονομικά ασθενέστερων φοιτητών, μέσα από ένα πλέγμα υποτροφιών ή άλλων ρυθμίσεων. Ολα τα υπόλοιπα πρέπει να είναι αρμοδιότητα των ίδιων των πανεπιστημίων.

Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να ενισχύσει την κομματικοποίηση στα πανεπιστήμια, επαναφέροντας τη συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα διοίκησης. Και μάλιστα με εκπροσώπους που δεν θα εκλέγονται από καθολική ψηφοφορία αλλά θα υποδεικνύονται από τις φοιτητικές παρατάξεις. Την ίδια ώρα, «κατοχυρώνεται» και προστατεύεται η ανομία στους πανεπιστημιακούς χώρους, καθώς επιστρέφει μια απολύτως παρωχημένη αντίληψη για το ακαδημαϊκό άσυλο. Ολα αυτά ενώ απουσιάζει κάθε προσπάθεια για να ενισχυθεί η εξωστρέφεια των ιδρυμάτων μας πριμοδοτώντας την έρευνα, αναζητώντας ιδιωτικές δωρεές, ή διευκολύνοντας την προσέλκυση ξένων φοιτητών.

Πολιτικά, η κυβέρνηση ακυρώνει το συναινετικό κλίμα που είχε επιτευχθεί στο παρελθόν και έθετε μια βάση για χρήσιμες και ουσιαστικές αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση. Οπως σε κάθε τομέα, οι κυβερνώντες πολιτεύονται δογματικά, συγκρουσιακά και με τρόπο τυφλά επιζήμιο για τα συμφέροντα της χώρας. Επιχειρούν να ελέγξουν τα πράγματα και να επαναφέρουν παρωχημένες ιδεοληψίες.

Συμπέρασμα: το νομοσχέδιο αυτό δεν πρέπει να περάσει. Αν περάσει, θα πρέπει να αλλάξει το συντομότερο δυνατό. Αυτή είναι η δική μας ευθύνη αλλά και η δική μας δέσμευση.

Η δημόσια εκπαίδευση είναι πνεύμονας της χώρας. Είναι επίσης ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας. Είναι ο σημαντικότερος δρόμος για να έχει ευκαιρίες στη ζωή του ένας νέος άνθρωπος χωρίς οικονομική άνεση. Η δημόσια εκπαίδευση δεν μπορεί να γίνει οχυρό για παρωχημένες μειοψηφίες που πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα των καιρών. Ούτε εργαλείο για να εκτονώνει ο ΣΥΡΙΖΑ τις ιδεολογικές του εμμονές.

Θέλουμε σύγχρονα και αυτόνομα πανεπιστήμια που να υπηρετούν την ανοικτή κοινωνία που οραματιζόμαστε. Τα τείχη που κάποιοι επείγονται να χτίσουν, εμείς θα τα γκρεμίσουμε για να δώσουμε πίσω τα πανεπιστήμια στους φοιτητές και τους καθηγητές. Οχι στους φοιτητοπατέρες και στις συντεχνίες που τα νέμονται εδώ και δεκαετίες. Και καλούμε όλους σε συστράτευση να μην γυρίσει η ανώτατη παιδεία μας πολλά χρόνια πίσω.

Comments

comments

Posts Carousel

Latest Posts

Featured Videos

Comments

comments

Afieroma.gr
Privacy Overview

This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.